- περιφύγῃς
- περιφεύγωflee fromaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… … Dictionary of Greek